- ατσαλένιος, -ια, -ιο
- 1. φτιαγμένος από ατσάλι, χαλύβδινος: Τα χρηματοκιβώτια των Τραπεζών είναι ατσαλένια.2. ανθεκτικός, δυνατός: Τα νεύρα μου δεν είναι ατσαλένια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.